ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΌ ΚΕΊΜΕΝΟ.....(ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΑΞΙΖΕΙ)
Ξέρεις τι μου δίδαξε ο έρωτας; Να συσσωρεύω τον εαυτό και τις επιθυμίες μου ανάμεσα στις γραμμές. Ξέρεις, εκείνες τις λευκές των λεωφόρων. Όπως χιλιάδες ακόμη άνθρωποι που στριμώχνουν το είναι τους σε αντίστοιχες ακτοπλοϊκές, σιδηροδρομικές και σ’ εκείνες τις ημιδιάφανες που ξεμακραίνουν από την ουρά του αεροπλάνου. Όλες οδηγούσαν σ’ εκείνον τον ξεχωριστό προορισμό. Εκεί που η έγνοια κάλπαζε αδιάκοπα, ανεξάρτητα από το που περιφερόταν η σάρκα. Με νιώθεις, το ξέρω.
Ήταν παράξενοι οι δρόμοι, θυμάσαι; Έστεκαν ασάλευτοι για χρόνια κι όμως διέφεραν. Ανάλογα από ποια μεριά τους διάβαινες. Του ερχομού ή του φευγιού. Εγώ λάτρευα τη λωρίδα του «πήγαινε». Εξέπεμπε μια απροσδιόριστη αισιοδοξία. Πάντοτε ξεκινούσα το ταξίδι, εκεί κοντά στο σούρουπο. Όταν ο κοραλλένιος ήλιος βυθιζόταν ανάμεσα στους λοφίσκους. Συντονιζόμουν στον αγαπημένο ραδιοφωνικό σταθμό και ορμούσα στον τεράστιο αυτοκινητόδρομο, βάζοντας κόντρα με τον ίδιο τον εαυτό μου. Μη γνωρίζοντας τι έτρεχε περισσότερο. Ο νους ή το αυτοκίνητο; Λαχταρούσα να φτάσω μια ώρα νωρίτερα. Σ’ εκείνο το πολυπόθητο ραντεβού. Ίδια ώρα, ίδιο μέρος, ίδιο ιδανικό φιλί για καλωσόρισμα.
Αντιθέτως οι πορείες του αποχωρισμού ήταν αποπνικτικές. Άγρια χαράματα, με τη σκοτεινιά του ουρανού να τρυπώνει ύπουλα στην ψυχή μου. Πατούσα μηχανικά το γκάζι μα κάθε μου σκέψη, λέξη, λαχτάρα φρέναρε μανιωδώς. Μισούσα τους δρόμους του φευγιού κι εκείνο το ύστατο φιλί πόσο διέφερε απ’ το πρώτο. Παρατηρούσα τους διερχόμενους οδηγούς κι αναρωτιόμουν, άραγε ποιος χωρισμός να τους μαυρίζει την καρδιά τέτοια ώρα; Πορευόμουν ως το σπίτι μετρώντας αντίστροφα τις μέρες για να σε συναντήσω, θυμάσαι; Αυτό ήταν το μείγμα της ζωής μου, χιλιόμετρα, μέρες, ραντεβού, φιλιά και δρόμοι.
Για να σπαραλιάζω το αφόρητο βάσανο των αποστάσεων, κατέφευγα σε μια ακόμη γραμμή. Εκείνη της επικοινωνίας. Ξέρεις πόσα ηχητικά «σ’ αγαπώ» ξέσπαγα επάνω σε πλαστικά ακουστικά; Πόσα «Μου λείπεις» σκάρωνα σε μια φωτεινή οθόνη μέσα στα ζοφερά σκοτάδια; Εκείνη τη φωνή σου, διάολε δεν την ξεχνώ. Είχα μάθει απ’ έξω τις εκφράσεις σου ακόμη και τις βαθιές ανάσες σου λίγο πριν την καληνύχτα. Μέσα σε μια συσκευή είχα συσσωρεύσει τις φωτογραφίες σου, τα βίντεό σου, τις κλήσεις σου. Όλα τα υποκατάστατά σου, μέχρι να ριχτώ ξανά στη μάχη των πορειών.
Με νιώθεις, το ξέρω. Ποιος ξέρει σε πόσα σοκάκια σεργιάνησες κι εσύ. Σε πόσα μεταφορικά μέσα επιβιβάστηκες κρατώντας στα χέρια το πολυπόθητο εισιτήριο κάποιας μακρινής αγάπης. Πόσα αξημέρωτα βράδια θέλησες να πάρεις τ’ αμάξι και να βρεθείς εκεί, κάτω από το σπίτι της. Ποιος καημός σου καίει τα σωθικά κάθε φορά που περνάς μπροστά απ’ την ταμπέλα της πόλης της. Αποφεύγεις να την κοιτάζεις. Αποφεύγεις να διαβαίνεις από αυτή την αναθεματισμένη πορεία. Νιώθεις πως αν διανύσεις έστω και λίγα χιλιόμετρα θα την ξαναβρείς εκεί. Να σε περιμένει στη γωνία του δρόμου. Κι αυτό είναι που σε τρομάζει και σε μεθάει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.
Είναι παράξενοι οι άνθρωποι, μάτια μου. Άλλοι είναι ικανοί να εξαλείψουν χιλιομετρικές αποστάσεις κι άλλοι κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι αντικριστά καθώς τις δημιουργούν. Απ’ όλα όσα μου δίδαξε ο έρωτας ένα πράγμα μου έμεινε εντονότερο στη μνήμη…
Κάποιες πορείες έχουν ονοματεπώνυμο και κάποια θραύσματα από συναίσθημα…
Είναι παράξενοι οι άνθρωποι, μάτια μου. Άλλοι είναι ικανοί να εξαλείψουν χιλιομετρικές αποστάσεις κι άλλοι κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι αντικριστά καθώς τις δημιουργούν. Απ’ όλα όσα μου δίδαξε ο έρωτας ένα πράγμα μου έμεινε εντονότερο στη μνήμη…
Κάποιες πορείες έχουν ονοματεπώνυμο και κάποια θραύσματα από συναίσθημα…