Το ότι οι άνθρωποι -αλλά και τα περισσότερα ανώτερα θηλαστικά- είναι ικανοί να αντιλαμβάνονται, να συναισθάνονται και να βιώνουν τα αισθήματα της χαράς ή του πόνου που αισθάνεται ένα τρίτο πρόσωπο είναι μια κοινότοπη διαπίστωση που επιβεβαιώνεται από την καθημερινή μας εμπειρία.
Λιγότερο κοινότοπη αποδεικνύεται η κατανόηση των νευροεγκεφαλικών μηχανισμών στις οποίες βασίζεται και των βιοψυχολογικών αναγκών που ικανοποιεί αυτή η σχεδόν μαγική ικανότητά μας να αναγνωρίζουμε, και κυρίως να βιώνουμε σε πρώτο πρόσωπο, τις εσωτερικές και προσωπικές εμπειρίες των άλλων. Αυτή η αδιαφανής και μέχρι πρόσφατα παρεξηγημένη βιολογική μας ικανότητα, η οποία περιγράφεται από τους ειδικούς ως «ενσυναίσθηση», αποτελεί πλέον αντικείμενο μελέτης των νευροεπιστημών. Χάρη σε αυτόν τον διεπιστημονικό τομέα έρευνας -που περιλαμβάνει τη νευρολογία, τη νευροβιολογία, τη νευροψυχολογία και κάποιες γνωσιακές επιστήμες- αρχίζουμε να κατανοούμε τις νευροφυσιολογικές προϋποθέσεις και τις ψυχοβιολογικές λειτουργίες του φαινομένου της ενσυναίσθησης.